- ἱκέτευμα
- ἱκέτευμαmode of supplicationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ικέτευμα — ἱκέτευμα, τὸ (Α) [ικετεύω] τρόπος ικεσίας, δεήσεως … Dictionary of Greek
ἱκετευμάτων — ἱκέτευμα mode of supplication neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek